κλεισίον

κλεισίον
κλεισίον και κλισίον, τὸ (Α)
1. στεγασμένη αυλή που χρησιμοποιούνταν ως σταθμός κτηνών ή ως εργαστήριο («τῶν κλεισίων, οἷς ὑποδύεται τὰ πρόβατα», Δίων Χρυσ.)
2. καλύβα, ευτελής οικίσκος («τριῶν ἡμῖν οἰκιῶν οὐσῶν οὐδεμιᾶς εἴασαν ἐξενεχθῆναι, ἀλλὰ κλίσιον μισθωσάμενοι προὔθεντο αὐτόν», Λυσ.)
3. ευτελές οίκημα πόρνης, πορνείο
4. βωμός ή ναΐσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κλισίον (< κλίνω). Το -ει- οφείλεται σε επίδραση τού κλείω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλεισίον — κλείω 1 shut fut part act masc voc sg (doric) κλείω 1 shut fut part act neut nom/voc/acc sg (doric) κλεισίον outhouse neut nom/voc/acc sg κλῄζω 1 make famous fut part act masc voc sg (doric) κλῄζω 1 make famous fut part act neut nom/voc/acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεισίῳ — κλεισίον outhouse neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισίον — κλισίον, τὸ (Α) βλ. κλεισίον …   Dictionary of Greek

  • κλεισία — κλεισίᾱ , κλεισία inn fem nom/voc/acc dual κλεισίᾱ , κλεισία inn fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κλεισίον outhouse neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεισίων — κλείω 1 shut fut part act masc nom sg (doric) κλεῑσίων , κλεῖσις fem gen pl (epic doric ionic aeolic) κλεισίον outhouse neut gen pl κλῄζω 1 make famous fut part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”